ακαματεύω

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64

Greek Monolingual

και ακαματεύγω
1. είμαι ή γίνομαι ακαμάτης, τεμπέλης
«άλλος εμάζευε ελιές κι άλλος ακαμάτευε»
2. (για κοπάδια) κάθομαι στον ίσκιο, σταλίζω, σταλιάζω
3. ξεκουράζομαι το μεσημέρι, βλ. ακαμάτεμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακαμάτης.
ΠΑΡ. ακαμάτεμα].