αλίπληκτος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
ἁλίπληκτος, -ον, δωρικό ἁλίπλακτος (Α)
(κυρίως για νησιά) αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, ο θαλασσόδαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πληκτος < πλήσσω «χτυπώ»].