ακριτολόγος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
-ο
αυτός που μιλά χωρίς περίσκεψη, ανόητος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άκριτος + -λογος < λέγω
ΠΑΡ. ακριτολογία, ακριτολογώ].