αλίβροχος

From LSJ
Revision as of 23:05, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

ἁλίβροχος, -ον (Α)
αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + βρέχω].