αλισφάκι
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
το
ο καρπός της αλισφακιάς και το ίδιο το φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακάκι].