καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
η1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + μύγα].