αμάν
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Greek Monolingual
επιφών.
εκφράζει: 1. θερμή ικεσία
2. θαυμασμό και έκπληξη
3. αγανάκτηση
4. λύπη, πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. < τουρκ. επιφών. aman].