ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
η (Α ἀλευροθήκη)
1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη
2. σκάφη του αλευρόμυλου
αρχ.
αποθήκη αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον + θήκη < τίθημι.