αμμουδερός

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για έδαφος) αμμώδης
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμμουδερό
το αμμοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προήλθε είτε από το ουσ. αμμούδα είτε από το θ. του πληθ. (άμουδες) της λ. άμμος με κατάλ. -ερός].