δηλητηριώδης

From LSJ
Revision as of 00:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητηριώδης Medium diacritics: δηλητηριώδης Low diacritics: δηλητηριώδης Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: dēlētēriṓdēs Transliteration B: dēlētēriōdēs Transliteration C: dilitiriodis Beta Code: dhlhthriw/dhs

English (LSJ)

ες, A noxious, Dav.Proll.32.26.

German (Pape)

[Seite 560] ες, schädlich, giftig; Arist. plant. 1, 7; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δηλητηριώδης: -ες, βλαπτικός, «φαρμακερός», Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.

Spanish (DGE)

-ες
1 nocivo, dañino, mortal, venenoso ποιότης Steph.in Gal.305, 329, Gr.Nyss.Pss.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, ἀναθυμίασις δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid Prol.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, δύναμις Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)
subst. τὰ θεριώδη los animales venenosos Nemes.Nat.Hom.M.40.532A.
2 fig. pernicioso Gr.Nyss.Eun.2.561.

Greek Monolingual

-ες (AM δηλητηριώδης, -ες) δηλητήριον
αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριοδηλητηριώδης όφις»)
2. φρ. «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.

Russian (Dvoretsky)

δηλητηριώδης: содержащий яд (βελένιον Arst.).