δευτέριος
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
α, ον, A of inferior quality, οἶνος Nicoph.20 codd.; cf. δευτερίας. 2 τὸ δ. or τὰ δ. afterbirth, Aq.De.28.57, prob. in Paul.Aeg.6.75. 3 = χόριον, Steph.in Hp.2.463 D.
German (Pape)
[Seite 553] zum Zweiten gehörig, von zweiter Qualität, Sp. Auch = vor., Nicoph. B. A. 89; – τὸ δ. u. τὰ δ., die Nachgeburt, Madic.
Greek (Liddell-Scott)
δευτέριος: -α, -ον, = δευτέρας ποιότητος, κατώτερος, οἶνος Νικοφ. Χειρ. 6 (ἔνθα ὁ Λ. Δινδ. δευτερίας). 2) τὸ δευτέριον ἢ τὰ δευτέρια, τὸ ὕστερον (ἀκόλουθον) τῆς γέννας, Λατ. secundinae, Παῦλ. Αἰγ. 6. 75, πρβλ. χόριον.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1secundario, de repuesto ἀνέβη ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ LXX 1Es.1.29, ref. a rejas de arado SB 9406.277, 9409.7.104 (ambos III d.C.).
2 de segunda calidad, de calidad inferior δ. οἶνος aguapié, vino de la segunda pisada Nicopho 11, cf. Phot.δ 225, μέλι op. πρώτειος PNess.87.3 (VII d.C.), γάρος op. πρώτειος PNess.87.5 (VII d.C.).
II subst. τὸ δ.
1 medic. secundinas Aq.De.28.57.
2 econ., n. de un impuesto, SB 7756.17 (IV d.C.).
Greek Monolingual
δευτέριος, -α, -ον (AM)
1. δεύτερης ποιότητας
2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) το δευτέριον, τα δευτέρια
το ύστερο της γέννας, το δερματώδες περίβλημα του εμβρύου που εξέρχεται μετά τον τοκετό.