διακάρδιος

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάρδιος Medium diacritics: διακάρδιος Low diacritics: διακάρδιος Capitals: ΔΙΑΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: diakárdios Transliteration B: diakardios Transliteration C: diakardios Beta Code: diaka/rdios

English (LSJ)

ον, A heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.

German (Pape)

[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.

Spanish (DGE)

-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.

Greek Monolingual

διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].