διανοσέω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
in aor. διενόσησα A fall ill, Hp Epid.3.6, Gal.Thras.7.
German (Pape)
[Seite 593] lange krank sein, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διανοσέω: εἶμαι πολὺ ἀσθενὴς ἢ ἐπὶ μακρὸν χρόνον, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1085· διέρχομαι ὅλην τὴν πορείαν νόσου τινός, αὐτόθι 1. 951.
Spanish (DGE)
• Morfología: [no contr. en Hp.]
en pres. estar enfermo frec. acompañado de adv. μακρὰ ... διενόσεον pasaban una larga enfermedad Hp.Epid.3.13, cf. Prorrh.1.98, 124, Coac.345, ποικίλως διανοσέουσι Hp.Prorrh.1.118, Coac.102
•en aor. caer enfermo τούτῳ τῷ τρόπῳ διενόσησαν Hp.Epid.1.20, cf. 15, 3.6, ἰσχυρῶς μὲν διανοσησάντων, ἀπηλλαγμένων δ' ἄρτι τοῦ νοσεῖν Gal.5.814.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-νοσέω praes., imperf. ziek blijven. aor. ziek worden.