δουλωτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A pertaining to service, πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν servil, propio de esclavo πρᾶγμα Plu.Nob.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δουλωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
υπάκουος
αρχ.-μσν.
εξυπηρετικός.
Full diacritics: δουλωτικός | Medium diacritics: δουλωτικός | Low diacritics: δουλωτικός | Capitals: ΔΟΥΛΩΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: doulōtikós | Transliteration B: doulōtikos | Transliteration C: doulotikos | Beta Code: doulwtiko/s |
ή, όν, A pertaining to service, πρᾶγμα Plu.Nob.2.
-ή, -όν servil, propio de esclavo πρᾶγμα Plu.Nob.2.
-ή, -ό (AM δουλωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
υπάκουος
αρχ.-μσν.
εξυπηρετικός.