Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσικός

From LSJ
Revision as of 01:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσικός Medium diacritics: δυσικός Low diacritics: δυσικός Capitals: ΔΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: dysikós Transliteration B: dysikos Transliteration C: dysikos Beta Code: dusiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = δυτικός, PLond.1.98.51.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
occidental, de poniente πύλαι Hierocl.Facet.110, ἄνεμος Sch.Opp.H.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol Ps.Callisth.3.35Γ
subst. τὸ δ. punto celeste descendente, PLond.98.51 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)
1. δυτικός, προς τη δύση
2. αυτός που προέρχεται από τη δύση
μσν.
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.