δυσικός
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
δυσική, δυσικόν, = δυτικός, PLond.1.98.51.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
occidental, de poniente πύλαι Hierocl.Facet.110, ἄνεμος Sch.Opp.H.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol Ps.Callisth.3.35Γ
•subst. τὸ δ. punto celeste descendente, PLond.98.51 (I/II d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)
1. δυτικός, προς τη δύση
2. αυτός που προέρχεται από τη δύση
μσν.
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.