δυσπραγμάτευτος

From LSJ
Revision as of 01:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπραγμάτευτος Medium diacritics: δυσπραγμάτευτος Low diacritics: δυσπραγμάτευτος Capitals: ΔΥΣΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dyspragmáteutos Transliteration B: dyspragmateutos Transliteration C: dyspragmateftos Beta Code: duspragma/teutos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, A hard to manage, λαός Plu.2.348f.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu behandeln, Plut. glor. Ath. 6.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπραγμάτευτος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, δυσοικονόμητος, δύσχρηστος, Πλούτ. 2. 348Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à manier.
Étymologie: δυσ-, πραγματεύομαι.

Spanish (DGE)

-ον de difícil trato λαός Plu.2.348f.

Greek Monolingual

δυσπραγμάτευτος, -ον (Α)
δυσκολομεταχείριστος, δυσοικονόμητος.

Russian (Dvoretsky)

δυσπραγμάτευτος: с трудом управляемый, с которым трудно справиться (λαὸς δορυφόρων Plut.).