δυσπόλεμος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, A unlucky in war, A.Pers. 1013 (lyr.). II = foreg., Γαλάται IG11(4).1105 (Delos, iii B. C.), LXX 2 Ma.12.21.
German (Pape)
[Seite 687] unglücklich im Kriege, Aesch. Pers. 974.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπόλεμος: -ον, ἀτυχὴς ἐν πολέμῳ, δυσπόλεμον τὸ γένος τὸ Περσᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1013.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux à la guerre.
Étymologie: δυσ-, πόλεμος.
Spanish (DGE)
-ον
1 desafortunado en la guerra γένος τὸ Περσᾶν A.Pers.1013.
2 difícil de combatir, duro adversario de Zeus, A.Supp.648, Γαλάται IG 11(4).1105.5 (Delos III a.C.).
Greek Monolingual
δυσπόλεμος, -ον (Α)
1. άτυχος στον πόλεμο
2. δυσπολέμητος.
Greek Monotonic
δυσπόλεμος: -ον, άτυχος στον πόλεμο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπόλεμος:
1) Aesch. v. l. = δυσπολέμητος;
2) незадачливый, несчастливый в войнах (τὸ γένος Περσᾶν Aesch.).