δύσπλυτος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A hard to wash clean, Hp.Mul.2.122.
German (Pape)
[Seite 687] schwer abzuwaschen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπλῠτος: -ον, δυσκόλως πλυνόμενος, ἰμάτια Ἱππ. 644. 40.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de limpiar una mancha δύσπλυτα ἐμμένει Hp.Mul.2.122, λάχανα Hsch.s.u. δυσβράκανον
•fig. del pecado ὁ δ. τῆς ἁμαρτίας ... ῥύπος Amph.Or.4.200.