εἰσότε

From LSJ
Revision as of 01:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσότε Medium diacritics: εἰσότε Low diacritics: εισότε Capitals: ΕΙΣΟΤΕ
Transliteration A: eisóte Transliteration B: eisote Transliteration C: eisote Beta Code: ei)so/te

English (LSJ)

for εἰς ὅτε, A against the time when, Od.2.99,al.

German (Pape)

[Seite 745] bis daß, Od. 2, 99 getrennt geschrieben, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσότε: ἀντὶ εἰς ὅτε, καθ’ ὃν χρόνον, ὅταν, Ὀδ. Β. 99· ἴδε πρόθ. εἰς ΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

conj.
jusqu’à ce que.
Étymologie: εἰς ὅτε.

Spanish (DGE)

conj. temp. hasta que c. aor. ind. εἰ. κούρη εἵλετ' ... τεύχη de Atenea h.Hom.28.14, εἰ. ... νέκυν κτερέιξεν ὅμιλος A.R.2.857, cf. 4.800, εἰ. Βακχιάδαι ... ἀνέρες ἐννάσαντο μετὰ χρόνον A.R.4.1212, εἰ. ... ἐπὶ τὴν ... ἀτελεύτητον ζωὴν μετεστήσατο Eus.VC 1.9.1, cf. 3.13.2, Soz.HE 3.19.7, 4.23.8.

Greek Monolingual

εἰσότε (Α)
έως ότου, όταν.

Greek Monotonic

εἰσότε: ή εἰςὅτε, μέχρι τη στιγμή που, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσότε: чаще εἰς ὅτε conj. до того как Hom.

Middle Liddell

[εἰς, ὅτε]
against the time when, Od.