εἱληθερής

From LSJ
Revision as of 01:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱληθερής Medium diacritics: εἱληθερής Low diacritics: ειληθερής Capitals: ΕΙΛΗΘΕΡΗΣ
Transliteration A: heilētherḗs Transliteration B: heilētherēs Transliteration C: eilitheris Beta Code: ei(lhqerh/s

English (LSJ)

ές, (εἵλη, θέρω) A warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.

German (Pape)

[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chauffé au soleil.
Étymologie: εἵλη, θέρος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): ἐλαιθ- SHell.1019; εἰλη- Gal.11.389; ἐλαθ- Hsch.
calentado al sol ὕδωρ SHell.l.c., cf. Hp. en Gal.19.97, Gal.Consuet.123, Hdn.Philet.42, Hsch., τὸ μήτε ψυχρὸν ἐπιφανῶς μήτε θερμόν, ἀλλ' οἷον τὸ καλούμενον εἰληθερές ni manifiestamente frío ni caliente, sino, como lo llaman, templado al sol Gal.11.389; cf. εἱλοθερής, ἐλειθερής.

Greek Monolingual

εἰληθερής, -ές (Α)
ζεστός από τον ήλιο.

Greek Monotonic

εἱληθερής: -ές (θέρω), αυτός που θερμαίνεται, ζεσταίνεται από τον ήλιο.

Middle Liddell

εἱλη-θερής, ές θέρω
warmed by the sun.