εὐέλαιος

Revision as of 01:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A rich in olive-trees or oil, Str.5.4.3.

German (Pape)

[Seite 1064] reich an Oelbäumen, Strab. V p. 243.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέλαιος: -ον, παράγων ἄφθονον καὶ καλὸν ἔλαιον, Στράβ. 243.

Greek Monolingual

εὐέλαιος, -ον (Α)
γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν-έλαιος, καλλι-έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].