εὐπράγημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπράγημα: τό, ἐπιτυχία ἐν πολέμῳ, πολεμικὸν κατόρθωμα, Ἀππ. Καρχηδ. 4, Ἐμφυλ. 1. 51.
Greek Monolingual
εὐπράγημα, τὸ (Α) ευπραγώ
1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία
2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα
τα πολεμικά κατορθώματα.