ζυγίτης

From LSJ
Revision as of 09:38, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίτης Medium diacritics: ζυγίτης Low diacritics: ζυγίτης Capitals: ΖΥΓΙΤΗΣ
Transliteration A: zygítēs Transliteration B: zygitēs Transliteration C: zygitis Beta Code: zugi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A the rower who sat on the mid-most of the three banks, like μεσόνεος, Sch.Ar.Ra.1106.

German (Pape)

[Seite 1140] ὁ, Ruderer auf der mittleren der drei Ruderbänke, Schol. Ar. Ran. 1106.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐρέτης ὁ καθήμενος ἐν τῇ μεσαίᾳ γραμμῇ, ὡς τὸ μεσόνεος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1074, πρβλ. θαλαμίτης, θρανίτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ζευγίτης.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ο (Α ζυγίτης)
νεοελλ.
ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό της βάρκας
αρχ.
ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ. για το ζύγιος.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγίτης: (ῑ) Dem. = ζευγίτης I и II.