θεμελιωτής
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A founder, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1193] ὁ, der Gründer.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α θεμελιωτής) θεμελιώνω
μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτής («θεμελιωτής της επιχειρήσεως»)
νεοελλ.
αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.