Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: θῠραβάθρα | Medium diacritics: θυραβάθρα | Low diacritics: θυραβάθρα | Capitals: ΘΥΡΑΒΑΘΡΑ |
Transliteration A: thyrabáthra | Transliteration B: thyrabathra | Transliteration C: thyravathra | Beta Code: quraba/qra |
ἡ, A companion-ladder in a ship,PLond.3.1164h9(iii A.D.).
θυραβάθρα, ἡ (Α)
σκάλα καθόδου στο εσωτερικό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + -βάθρα (< βά-θρον < βαίνω), πρβλ. ανα-βάθρα, απο-βάθρα.