καινοχωρισμός

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοχωρισμός Medium diacritics: καινοχωρισμός Low diacritics: καινοχωρισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainochōrismós Transliteration B: kainochōrismos Transliteration C: kainochorismos Beta Code: kainoxwrismo/s

English (LSJ)

ὁ, A renewed execution, συναλλάξεως POxy.1644.19 (i B. C.).

Greek Monolingual

καινοχωρισμός, ὁ (Α)
πάπ. η εκ νέου, η καινούργια κατάθεση, η εκ νέου εκτέλεση («καινοχωρισμὸς συναλλάξεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + χωρισμός (< χωρίζω)].