καινοσχημάτιστος

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχημάτιστος Medium diacritics: καινοσχημάτιστος Low diacritics: καινοσχημάτιστος Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kainoschēmátistos Transliteration B: kainoschēmatistos Transliteration C: kainoschimatistos Beta Code: kainosxhma/tistos

English (LSJ)

ον, A newly or strangely formed, Eust.141.32.

German (Pape)

[Seite 1295] = Folgdm, Eust. 141, 31.

Greek Monolingual

καινοσχημάτιστος, -ον (Μ)
ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλο-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].