κακοφημία
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
ἡ, A qvil report, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κ. Ael.VH3.7.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, das üble Gerücht, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κ. Ael. V. H. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφημία: ἡ, κακὴ φήμη, ἡ ἐκ τῶν πολλῶν κακοφημία, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais bruit, médisance.
Étymologie: κακός, φήμη.