καλυβοποιέομαι
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
Med., A make oneself a cabin, Str.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 1314] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῠβοποιέομαι: Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) ἐνταῦθα καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200.