καρτεραίχμης

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτεραίχμης Medium diacritics: καρτεραίχμης Low diacritics: καρτεραίχμης Capitals: ΚΑΡΤΕΡΑΙΧΜΗΣ
Transliteration A: karteraíchmēs Transliteration B: karteraichmēs Transliteration C: karteraichmis Beta Code: karterai/xmhs

English (LSJ)

καρτερ-αύχην, A v. κρατερ-.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

καρτεραίχμης: -αύχην, ἴδε ἐν λ. κρατεραίχμης, κρατεραύχην.

Greek Monolingual

καρτεραίχμης, ὁ (Α)
κρατεραίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -αίχμης (< αἰχμή)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτεραίχμης -ου, ὁ [καρτερός, αἰχμή] krachtig met zijn lans.