καστορίζω
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A to be like castor, τῇ ὀσμῇ Dsc.2.8, 3.84; τῇ Χρόᾳ Vett. Val.2.23.
German (Pape)
[Seite 1333] wie Bibergeil riechen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καστορίζω: ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.
Greek Monolingual
καστορίζω (Α) κάστωρ
μοιάζω σε κάτι με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.).