καλλιγραφία

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιγρᾰφία Medium diacritics: καλλιγραφία Low diacritics: καλλιγραφία Capitals: ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: kalligraphía Transliteration B: kalligraphia Transliteration C: kalligrafia Beta Code: kalligrafi/a

English (LSJ)

ἡ, A beautiful writing, whether of the characters or the style, cf. Plu. 2.397c with 145f; as a subject of competition in schools, good handwriting, CIG3088 (Teos): in pl., elegances of style, D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, das Schönschreiben, Malen, Plut. Pyth. or. 7, auch der schöne Styl, ἡ ἐν τοῖς μέλεσι καλλ. conjug. praec. extr.; D. L. 3, 66.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιγρᾰφία: ἡ, ὡραῖον γράψιμον, καὶ καλὸν ὕφος, πρβλ. Πλούτ. 2. 397C πρὸς 145F, καὶ ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3088.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 belle écriture;
2 beau style.
Étymologie: καλός, γράφω.

Greek Monolingual

η (AM καλλιγραφία) καλλιγραφώ
ωραίος τύπος γραφής με σύμμετρα και κανονικά γράμματα, διαστήματα κ.λπ.
νεοελλ.
το μάθημα κατά το οποίο διδάσκεται συστηματικά η καλλιγραφία
νεοελλ.-μσν.
η τέχνη ή η ικανότητα να γράφει κανείς ωραία και περίτεχνα γράμματα
αρχ.
το προσεγμένο ύφος, η γλαφυρότητα του λόγου.

Russian (Dvoretsky)

καλλιγρᾰφία:
1) красивое письмо, изящный почерк Plut.;
2) прекрасный слог Plut.;
3) красиво написанное произведение Diog. L.