κατάκρουσις

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρουσις Medium diacritics: κατάκρουσις Low diacritics: κατάκρουσις Capitals: ΚΑΤΑΚΡΟΥΣΙΣ
Transliteration A: katákrousis Transliteration B: katakrousis Transliteration C: katakrousis Beta Code: kata/krousis

English (LSJ)

εως, ἡ, A downward pressure, Arist.Pr.874b12, 963b9. II shock, λαμβάνειν κ. ἐκ πληγῆς Ph.Bel.80.6.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Herab-, Zurückstoßen, der Stoß, Arist. Probl. 3, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρουσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω κροῦσις, ὤθησις ἰσχυρά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 25, 1., 33. 17. ΙΙ. σεῖσις, τὸ σείεσθαι, Φίλων Βελοπ.

Greek Monolingual

κατάκρουσις, ἡ (Α)
κατακρούω
1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω
2. το τίναγμα.

Russian (Dvoretsky)

κατάκρουσις: εως ἡ отталкивание, оттеснение или противодействие (ἡ ἄνωθεν κ. Arst.).