κατάρριζος

From LSJ
Revision as of 10:53, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρριζος Medium diacritics: κατάρριζος Low diacritics: κατάρριζος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: katárrizos Transliteration B: katarrizos Transliteration C: katarrizos Beta Code: kata/rrizos

English (LSJ)

ον, A having roots below, Thphr.HP1.6.8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρριζος: -ον, πλήρης ῥιζῶν, καλῶς ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.
επίρρ...
κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)
νεοελλ.
1. από τη ρίζα, σύρριζα
2. στη ρίζα του βουνού, στη βάση
μσν.
δίπλα στη ρίζα.