καταθήκη
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, A deposit, prob. f.l. for παρακαταθ- in Lys.Fr.70 tit., Isoc.17.27.
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niedergelegte, Depositum, Isocr. 17, 27. S. παρακαταθήκη.
Greek (Liddell-Scott)
καταθήκη: ἡ, παρακαταθήκη, ἐνέχυρον, Νικίας παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 748, Ἰσοκρ. 364Β, Λυσ. 900. 1 (μετὰ διαφ. γραφ. παρακαταθήκη).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
objet déposé, dépôt.
Étymologie: κατατίθημι.
Greek Monolingual
καταθήκη, ἡ (Α) κατατίθημι
παρακαταθήκη, ενέχυρο.
Russian (Dvoretsky)
καταθήκη: ἡ вклад, залог, депозит (Isocr. - v. l. παρακαταθήκη).