κατακτάς
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
κατακτάμενος, A v. κατακτείνω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.
Greek Monotonic
κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.
Russian (Dvoretsky)
κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.