κηρεσσιφόρητος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρεσσῐφόρητος Medium diacritics: κηρεσσιφόρητος Low diacritics: κηρεσσιφόρητος Capitals: ΚΗΡΕΣΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: kēressiphórētos Transliteration B: kēressiphorētos Transliteration C: kiressiforitos Beta Code: khressifo/rhtos

English (LSJ)

ον, A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσι-φόρητος, ποταμο-φόρητος].

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.