κλαδοειδής
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A ramosus, Gloss.
Greek Monolingual
κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].