κοιόλης
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ, A = ἱερεύς, Hsch., Suid. κοῖον· ἐνέχυρον, Hsch. κοῖος (A), η, ον, Ion. for ποῖος, α, ον.
Greek (Liddell-Scott)
κοιόλης: ὁ, = ἱερεύς, Ἡσύχ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
κοιόλης και κοίολις, ὁ (Α)
κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοίης «ιερέας» + -όλης (πρβλ. μαιν-όλης)].