κραμβοφάγος
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
[φᾰ], ον, A Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.
Greek (Liddell-Scott)
κραμβοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τὴν κράμβην, ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομ. 221.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mangeur de choux.
Étymologie: κράμβη, φαγεῖν.
Greek Monolingual
κραμβοφάγος, -ον (Α)
(για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον), πρβλ. χορτο-φάγος, ωμο-φάγος.
Greek Monotonic
κραμβοφάγος: -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ.