λειόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόγλωσσος Medium diacritics: λειόγλωσσος Low diacritics: λειόγλωσσος Capitals: ΛΕΙΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: leióglōssos Transliteration B: leioglōssos Transliteration C: leioglossos Beta Code: leio/glwssos

English (LSJ)

ον, A smooth-tongued, flattering, Sm., Thd.Pr.6.24.

German (Pape)

[Seite 24] glattzüngig, schmeichlerisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λειόγλωσσος: -ον, ἔχων λείαν γλῶσσαν, κολακευτικός, Σύμμ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

λειόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, πικρό-γλωσσος].