λαρκαγωγός

Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ,

A coal-basket carrier, ὄνος E.Fr.283 (troch.).

German (Pape)

[Seite 16] Körbe tragend, ὄνος, Eur. bei Poll. 10, 111.

Greek (Liddell-Scott)

λαρκᾰγωγός: ὁ, ὁ φέρων φορμοὺς ἀνθράκων, ὄνος Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 285.

Greek Monolingual

λαρκαγωγός, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος () «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, σιτ-αγωγός].

Russian (Dvoretsky)

λαρκᾰγωγός: οῦ adj. таскающий корзины с углем (ὄνος Eur.).