λαρκαγωγός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, coal-basket carrier, ὄνος E.Fr.283 (troch.).
German (Pape)
[Seite 16] Körbe tragend, ὄνος, Eur. bei Poll. 10, 111.
Russian (Dvoretsky)
λαρκᾰγωγός: οῦ adj. таскающий корзины с углем (ὄνος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λαρκᾰγωγός: ὁ, ὁ φέρων φορμοὺς ἀνθράκων, ὄνος Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 285.
Greek Monolingual
λαρκαγωγός, ὁ (Α)
αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημαγωγός, σιταγωγός].