λαβροβόρος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον, A ravenously devouring, στόματα Pancrat.Oxy. 1085.18.
Greek Monolingual
λαβροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει με βουλιμία, λαίμαργος, αδηφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος, θηρο-βόρος].