λαβροβόρος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβροβόρος Medium diacritics: λαβροβόρος Low diacritics: λαβροβόρος Capitals: ΛΑΒΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: labrobóros Transliteration B: labroboros Transliteration C: lavrovoros Beta Code: labrobo/ros

English (LSJ)

λαβροβόρον, ravenously devouring, στόματα Pancrat.Oxy. 1085.18.

Greek Monolingual

λαβροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει με βουλιμία, λαίμαργος, αδηφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, θηρο-βόρος].