λιβανοκαΐα
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
ἡ, A burning of incense, ib.
German (Pape)
[Seite 42] ἡ, das Weihrauchanzünden (?).
Greek Monolingual
λιβανοκαΐα, ἡ (Α)
το κάψιμο λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + -καΐα (< -καής< καίω), πρβλ. ηλιο-καΐα, λυχνο-καΐα].