λιβανοκαΐα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ἡ, burning of incense, ib.
German (Pape)
[Seite 42] ἡ, das Weihrauchanzünden (?).
Greek Monolingual
λιβανοκαΐα, ἡ (Α)
το κάψιμο λιβανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + -καΐα (< -καής< καίω), πρβλ. ηλιοκαΐα, λυχνοκαΐα].