λυγοτευχής

From LSJ
Revision as of 14:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοτευχής Medium diacritics: λυγοτευχής Low diacritics: λυγοτευχής Capitals: ΛΥΓΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: lygoteuchḗs Transliteration B: lygoteuchēs Transliteration C: lygotefchis Beta Code: lugoteuxh/s

English (LSJ)

ές, A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.

Greek Monolingual

λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο-τευχής, τοξο-τευχής].

Greek Monotonic

λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).

Middle Liddell

λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.