μεσόκρανον
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
τό, A crown of the head, Orph.Fr.330.
German (Pape)
[Seite 138] τό, die Mitte des Schädels, Poll. 2, 39.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκρᾱνον: τό, ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς, Ὀρφικὴ λέξις παρὰ Πολυδ. Β΄, 39.
Greek Monolingual
μεσόκρανον, τὸ (Α)
η κορυφή της κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κρανον (< κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. ημί-κρανον, λεοντό-κρανον].